αμφικυκλικός

αμφικυκλικός
-ή, -ό
ο καθ' ολοκληρίαν κυκλικός, ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι-* + κυκλικός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σ. Σακελλαρόπουλο, φιλόλογο, το 1897].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφίκυκλος — η, ο ο αμφικυκλικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + κύκλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Χ. Τσούντα, αρχαιολόγο, το 1893] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”